-
1 ενστρεφω
1) пребывать, находиться(σηκοῖς - v. l. σηκούς - Τροφωνίου Eur.)
2) med. вращаться(μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται Hom.)
См. также в других словарях:
σηκοῖς — σηκός pen masc dat pl σηκόω weigh pres opt act 2nd sg σηκόω weigh pres subj act 2nd sg σηκόω weigh pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενστρέφω — ἐνστρέφω (Α) [στρέφω] 1. περιστρέφω, κινώ («ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται», Ομ. Ιλ.) 2. ζω σ έναν τόπο («σηκοῑς δ ἐνστρέφει Τροφωνίου», Ευρ.) … Dictionary of Greek